Γνωστότατος, παγκοσμίως, στoν χώρο του παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου, με πολλούς από τους τίτλους του μεταφρασμένους στη χώρα μας, ο Μάρκους Πφίστερ (Βέρνη, 1960) κατέχει τη μέγιστη ικανοποίηση και ευτυχία να βλέπει τα έργα του να κυκλοφορούν σε ογδόντα –ίσως και περισσότερες– γλώσσες και σε τιράζ άνω των δεκαπέντε εκατομμυρίων αντιτύπων. Η εντυπωσιακή αυτή επιτυχία του δεν είναι, ασφαλώς, τυχαία, αντιθέτως· στα ωραία βιβλία του, πάντοτε πρωτότυπα και απαραιτήτως προϊόντα καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι άμεσα διακριτή, και συγκινητική σχεδόν, η αθωότητα της ψυχής των νέων ατόμων, είτε στον ζωικό κόσμο ανήκουν αυτά είτε στο γένος των ανθρώπων.
Στην Ελλάδα ήδη από το 1997 κυκλοφορούν έργα του, όπως λ.χ. Το όνειρο του Αϊ-Βασίλη (Μίνωας), Ο Πιγκουίνος (Άμμος), Ασημάκης, το πολύχρωμο ψαράκι (Παπαδόπουλος), Χαμένος στο βυθό (Παπαδόπουλος) κ.ά.
Υποστηρίζεται από την κριτική ότι σε κάθε βιβλίο του υπάρχει και μια καινούργια, μεγάλη έκπληξη για τον αναγνώστη μαζί με ένα απρόσμενο όσο και εκπληκτικό τέλος. Όσο για τις τιμητικές διακρίσεις που έλαβε, είναι και πολλές και έγκυρες, όπως π.χ. αυτές της IBBY (Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα, 1995), Storytelling World Award 1998, Christopher Award 1997, Readers Choice Award, της Ένωσης Αναγνωστών Μίσιγκαν, Βραβείο Παιδικού Βιβλίου της Πολιτείας της Βόρειας Καρολίνας και άλλες, εξίσου σημαντικές. Η σειρά των βιβλίων του «The Rainbow Fish» ήταν μια παγκόσμια επιτυχία. Το ίδιο και η ομότιτλη τηλεοπτική σειρά (26 επεισοδίων), κανάλι HBO, Ηνωμένες Πολιτείες (2000), η οποία στο σύνολό της είναι μια καταγγελία εναντίον του εγωισμού και της ματαιοδοξίας και μια υπενθύμιση ότι η συμμετοχή φέρνει την πρόοδο, την ευτυχία και την αποδοχή.
Στο εξαίρετο Ασημένιο φτερό (The Little Moon Raven, Εκδ. Minedition, Ζυρίχη), τρία γέρικα κοράκια, καθισμένα σ’ ένα δέντρο, βαριεστούσαν. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν, τίποτα ενδιαφέρον να θυμηθούν, ώστε να ζωηρέψουν, έως ότου το τρίτο από αυτά τούς μίλησε για το Ασημένιο Φτερό και την ιστορία του, που την είχαν λησμονήσει. Και ήταν το Ασημένιο Φτερό ένα τοσοδούλικο πλασματάκι που μόλις είχε σκάσει από το αυγό. Μικρό, αλλά μ’ ένα διάπλατα ανοιγμένο και απαιτητικό ράμφος. Τα κοράκια της γειτονιάς πολύ το καταφρόνεσαν· αδύναμο, μικρό, λιανό, «Και τούτο το τοσοδούλικο θέλει να γίνει κόρακας;» έκραξε σκληρά κάποιο. Όντως ήταν μικροκαμωμένο το νεογέννητο πουλί, γι’ αυτό και τα άλλα το πείραζαν, το ταπείνωναν σχεδόν· πλην εκείνο, το αδαές, άλλο δεν επιζητούσε παρά να παίξει μαζί τους. Και ο αφηγητής, «Μα εσύ ούτε φτερά έχεις ούτε και να πετάξεις μπορείς ακόμα» του φώναξε μια μέρα…
Α, ναι, ήταν σκληρά τα άλλα κοράκια μαζί του. Μα αυτό δεν είχε σημασία, διότι το μικράκι άρχισε να παίρνει τ’ απάνω του, σύντομα μεγάλωσαν τα πουπουλάκια του, τα φτερά του σκλήρυναν, γυάλισαν, απλώνονταν, άνοιγαν, άρχισαν να το οδηγούν στις ωραίες απλωσιές του δάσους. Μάκραιναν οι φτερούγες του, μάκραινε κι αυτός, πηδούσε από κλαδί σε κλαδί με χάρη και γρηγοράδα για να γίνει εντέλει ο ταχύτερος και ο πιο λυγερός από όλους. «Μπορώ τώρα να παίξω μαζί σας;» ρώτησε δειλά μια μέρα τα ακατάδεχτα γεράκια. Και ο γερο-κόρακας θυμάται ότι απάντησε, πρόθυμα τάχα: «Μα και βέβαια. Μόνο που προηγουμένως πρέπει να πετάξεις στα γρήγορα μέχρι το φεγγάρι, κι όταν επιστρέψεις, θα παίξουμε μαζί σου». Και ο μικρούλης τρόμαξε: «Μέχρι το φεγγάρι;» Αλλά το πανούργο μεγάλο κοράκι το διαβεβαίωσε ότι ήταν πανεύκολο και ότι όλοι κάποτε πετούσαν καθημερινώς μέχρις εκεί. Γελούσαν τα άλλα. Κορόιδευαν.
Νύχτα, με το φεγγάρι μαλαματένιο και αργυρό κι ολόγιομο, ο μικρός κόρακας δοκίμασε τη μεγάλη, λαμπρή μα επικίνδυνη πτήση. Πετούσε προς το φως και τα άλλα το έβλεπαν μα κανένα δεν το εμπόδισε, το μικρό πουλί ανέβαινε, τα άλλα νύσταξαν, κοιμήθηκαν, ονειρεύτηκαν. Ονειρεύτηκαν τον αθώο μικρούλη με το ασήμι και το χρυσάφι του φεγγαριού στις φτερούγες του. Φτερούγες αστραφτερές. Λαμπερές όσο και το φεγγάρι. Πόσο μπορεί να βαστάξει μια πτήση σαν αυτή; Πάντως είχε βρεθεί πολύ κοντά στον στόχο του· κάτι που δεν είχε κατορθωθεί από άλλο πουλί του γένους του.
Το πρωί βρέθηκε πεσμένος στο φράχτη, ανήμπορος, ξέπνοος σχεδόν· «Κρίμα! Δεν τα κατάφερα» ψιθύρισε. «Μα ούτε κι εμείς τα έχουμε ποτέ καταφέρει», ψέλλισε ο αφηγητής. «Να σε ξεφορτωθώ ήθελα», τόλμησε να του πει μαζί με τις συγγνώμες του.
Τότε, «Άντε, λοιπόν, ελάτε τώρα να παίξουμε!» ζωήρεψε ο αγαθός μικρούλης και καθώς ανυψωνόταν στον ανοιχτό, απέραντο ουρανό, οι άλλοι είδαν το θαύμα: ένα ασημένιο, αστραφτερό φτερό στη φτερούγα του μικρού κόρακα!
Γοητευτικό. Καλό και αθώο. Μιλά, με μετρημένα λόγια, για την αντοχή της πίστης. Για την ανοιχτή καρδιά. Για τη φιλία που πρέπει να περάσει από χίλια μύρια κύματα για να θερμάνει, να λάμψει και να εδραιωθεί. Τέλος, μιλά διακριτικά για την αναγνώριση, την παραδοχή και τον σεβασμό απέναντι στα πλάσματα που με τη στάση τους απέναντι στη ζωή, ακόμη και την καθημερινή, ομορφαίνουν τον κόσμο μας και μας γεμίζουν αισιοδοξία και προσδοκίες – το αναγκαίο, ειρηνικό όπλο, μικρών και μεγάλων.
Όσο για την εικονογράφηση, είναι τόσο ωραία, όσο και το κείμενο του ξεχωριστού αυτού συγγραφέα.
Ηλικία: προσχολική και πρώτη σχολική.