Ελευθεροτυπία, Σάββατο 6 Απριλίου 2013
«(…) Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας, και ήρθε η άνοιξη ξανά. Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που το άσχημο παπάκι είχε εκδιωχθεί από το σπίτι του. Μόλις είχαν αρχίσει να λιώνουν τα χιόνια και, βγαίνοντας από τη σπηλιά του, σκέφτηκε να κολυμπήσει στη λίμνη.
Μα ο αέρας γέμισε φτερουγίσματα και είδε να έρχονται καταπάνω του, ορμητικοί, οι πεντάμορφοι, περήφανοι κύκνοι. Φοβήθηκε. Τόσο φοβήθηκε, ώστε έσκυψε το κεφαλάκι του στο νερό και το καημένο είπε “Σκοτώστε με, σκοτώστε με” και με θλίψη περίμενε το τέλος του. Μα τι αντίκρισε μέσα στο διάφανο νερό! Το είδωλό του, που δεν το έδειχνε βαρύ, σταχτί και κακοκαμωμένο παπί, παρά ωραιότατο κύκνο! (…)»
Εάν ανάμεσα στα εκατόν εβδομήντα παραμύθια που κληροδότησε στην ανθρωπότητα ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν είναι κάποιο που με λίγες μόνο λιτές λέξεις περιγράφει την περιπέτεια της ζωής του μεγάλου παραμυθά, λέγεται πως αυτό είναι το «Ασχημόπαπο». Που από αποδιωγμένο, δειλό και κακοπερασμένο, αθώο και ολομόναχο, έγινε ο υπέροχος κύκνος που μάγεψε τις καρδιές παιδιών και ενηλίκων στην οικουμένη όλη.
Και όπως ένας από τους κύκνους που κατευθυνόταν στη λίμνη το πλησίασε και του είπε «Είσαι αδελφός μας, λοιπόν! Θέλεις να έλθεις μαζί μας στα μακρινά ταξίδια;», έτσι και η τέχνη που εξέθρεψε με πόνο ψυχής ο Αντερσεν συνεχώς τον προσκαλούσε σε ταξίδια μακρινά -και όχι μόνο του νου-, στα οποία ο μέγιστος παραμυθάς των νεότερων χρόνων ποτέ δεν είπε όχι. Αλλωστε είναι γνωστή η αδυναμία του στα ταξίδια. «Να ταξιδεύεις είναι να ζεις», έγραψε στο ημερολόγιό του, το οποίο εκτίθεται, μαζί με άλλα πολύτιμα προσωπικά του αντικείμενα, στο σπίτι-μουσείο στη γενέθλια πόλη του, τη λιμανίσια Οντένσε, πέρα στο αρχιπέλαγος της Δανίας.
Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να δει και τους ταξιδιωτικούς του σάκους, φθαρμένους, ξεγδαρμένους, γυαλιστερούς από την πολυχρησία, την ταλαιπωρημένη ομπρέλα του, όπως επίσης επιστολές με τις εντυπώσεις του από τις χώρες που επισκεπτόταν, τις οποίες ταχυδρομούσε στους φίλους του μαζί με λουλούδια και φύλλα αποξηραμένα, σκίτσα και περιγραφές ανθρώπων και τόπων. Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Τουρκία, η ευρύτερη Ανατολή και, μέσω Δούναβη, Ουγγαρία και Αυστρία:
«Κατέβηκα από την Ακρόπολη και στάθηκα στο θέατρο του Ηρώδου· ένας τσοπάνης έβοσκε τα πρόβατά του εκεί κοντά. Το θέατρο του Βάκχου! Ζωγράφισα ένα δρομάκι. Μερικά πεντάχρονα Ελληνόπουλα μου έριξαν μια μικρή πέτρα και μετά έτρεξαν να κρυφτούν…» γράφει στο ημερολόγιό του*, από το οποίο, να σημειωθεί, αντλούμε σημαντικές πληροφορίες ακόμη και για την πατρίδα μας, την οποία επισκέφθηκε τον Μάρτιο του 1841 και παρέμεινε περίπου έναν μήνα.
Σε αντίθεση με τον Λαμαρτίνο, ο οποίος ήταν από τους πρώτους Ευρωπαίους που ταξίδεψαν στη χώρα μας ευθύς μετά την ανεξαρτησία της (1831) και που οι περιγραφές του είναι υπεροπτικές και υποτιμητικές (ελεεινά χαμόσπιτα, βρόμικες υπόγειες τρώγλες όπου κατοικούν εξαθλιωμένοι χωρικοί, πόλη ρημαγμένη η Αθήνα), ο Αντερσεν συγκινήθηκε όταν αντίκρισε την ελληνική γη.
* Μυρτώ Γεωργίου-Νίλσεν, «Η Ελλάδα του Αντερσεν», Πατάκης