Λογοτεχνία του φανταστικού. Ή περιπέτεια φαντασίας. Ή ένα μυθιστόρημα που δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου. Γιατί το Αγριόδασος είναι ολόκληρο ένα βιβλίο σαγήνης. Που κατακτά. Που παγιδεύει γλυκά. Από την πρώτη κιόλας αράδα:
«Πώς κατάφεραν πέντε κοράκια να σηκώσουν στον αέρα ένα μωρό δέκα κιλών ήταν κάτι που η Πρου δεν μπορούσε να το καταλάβει, αλλά σίγουρα αυτή ήταν η τελευταία της έγνοια. Για την ακρίβεια, αν έπρεπε να φτιάξει μια λίστα με τις έγνοιες της εκείνη τη στιγμή που καθόταν αποσβολωμένη στο παγκάκι του πάρκου και παρακολουθούσε τον μικρό της αδελφό, τον Μακ, να απογειώνεται στα νύχια αυτών των πέντε μαύρων κορακιών, η εξιχνίαση του κατορθώματος αυτού σίγουρα θα βρισκόταν στον πάτο της λίστας. Πρώτη έγνοια στη λίστα: Ο μικρός της αδελφός, του οποίου είχε την ευθύνη, έπεφτε θύμα απαγωγής από πουλιά. Κι αμέσως από κάτω: Τι είχαν σκοπό να τον κάνουν;»
Μαγεία, σκέφθηκα αυτομάτως, και η σκέψη μου πλανήθηκε σε θρύλους και παραμύθια που έφθαναν από τα βάθη των αιώνων, σε ιστορίες σκοτεινές που αφηγούνταν απαγωγές παιδιών λόγω αθέτησης υποχρέωσης γονέα απέναντι σε δύναμη ανώτερη από αυτόν, που όμως κάποτε εισάκουσε την επιθυμία του για τεκνοποιία. Ένα από τα γοητευτικότερα από αυτά τα παραμύθια είναι η «Μαρούλα», της οποίας η μητέρα δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι ολημερίς παρακαλούσε τον Θεό με δάκρυα και καρδιοχτύπια να τη συντρέξει. Ένα πρωί που στεκόταν στο παράθυρό της, βλέπει τον ήλιο ολόλαμπρο, δυνατό, Θεός τής φάνηκε. «Ήλιε μου, κυρ Ήλιε μου, δώσε μου ένα παιδί και σαν γίνει δώδεκα χρονών, έλα και πάρε το» ικέτεψε. Την άκουσε και τη συμπόνεσε ο ήλιος και της έδωσε ένα κοριτσάκι σαν την αυγή όμορφο, που η ευτυχισμένη μάνα το ονόμασε Μαρούλα. Όσο μεγάλωνε η Μαρούλα, τόσο ομόρφαινε. Γλυκιά, γελαστή, ένα πλάσμα χαριτωμένο. Έως ότου έγινε δώδεκα χρονών και τη συνάντησε στη βρύση ο ήλιος. Είχε πάρει τη μορφή παλικαριού. «Να πεις της μάνας σου, εκείνο που μου έταξε, πότε θα μου το δώσει;» την πλησίασε και της είπε. Και «Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε η Μαρούλα, αλλά το παλικάρι τής αποκρίθηκε: «Πες εσύ στη μάνα σου και εκείνη θα καταλάβει ποιος είμαι». Και τελικώς, όσο και αν η μάνα αρνήθηκε, όπως και αν την έκρυψε, ο ήλιος την πήρε στο παλάτι του που το τριγύριζε εύοσμο περιβόλι. Το παραμύθι της Μαρούλας είχε καλό τέλος – όπως, εξάλλου, όλα τα παραμύθια. Η κοπέλα επέστρεψε στη μάνα της, έστω κι αν τράβηξε του λιναριού τα πάθη.
Και ο μικρούλης, μόλις ενός έτους, Μακ, ο απαχθείς από τα κοράκια, τώρα κοιμάται στο πατρικό του, ενώ η αδελφή του τον κανακεύει και τον κοιμίζει με παραμύθια. Ανάμεσά τους κι εκείνο που θυμίζει ότι:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα μικρό αγόρι με τη μεγάλη του αδερφή. Πριν όμως από αυτό, ένας άντρας και μια γυναίκα ζούσαν εδώ, στον Άγιο Ιωάννη του Πόρτλαντ, και το μόνο που ήθελαν ήταν να κάνουν μια οικογένεια. Για να κάνουν όμως παιδιά, έπρεπε να κάνουν μια συμφωνία με μια σατανική βασίλισσα που ζούσε σ’ ένα δάσος πέρα μακριά. Η συμφωνία έλεγε ότι, όταν θα έφτανε η στιγμή, η σατανική βασίλισσα θα ερχόταν για το δεύτερο παιδί, το μικρό αγόρι, για να το πάρει μαζί της στο δασωμένο της βασίλειο. Και μια μέρα, έκανε ακριβώς αυτό. Η αδερφή του, όμως, δεν μπορούσε να το δεχτεί. Ανέβηκε λοιπόν στο ποδήλατό της.
»Και έτρεξε ξοπίσω του…
»Μέσα στο βαθύ, σκοτεινό δάσος…»
Έτρεξε, λοιπόν, η νεαρή Πρου με προορισμό τους δασωμένους λόφους, τον Αδιάβατο Αγριότοπο, όπως τον αποκαλούν, ή Αγριόδασος, τόπο μυστηρίου, άγνωστο και απωθητικό στους κατοίκους του Πόρτλαντ, οι οποίοι μόνο να τον βλέπουν και να υποθέτουν γι’ αυτόν μπορούν. Κανείς ποτέ δεν διάβηκε τα σύνορά του. Και αν η Πρου μπόρεσε να περάσει τα όρια, αυτό οφειλόταν στο ότι η γέννησή της επιτεύχθηκε χάρη σ’ ένα ισχυρό πλάσμα του Αδιάβατου Αγριότοπου. Ανήκε, δηλαδή, κατά το ήμισυ εκεί. Ημίαιμο μάλιστα την είχαν αποκαλέσει. Έτρεξε, λοιπόν, αναζητώντας τον μικρούλη Μάκυ με την ψυχή στο στόμα και με τη συντροφιά και συμπαράσταση ενός συμμαθητή και γείτονά της.
Κόσμος ανήκουστος κατοικεί το Αγριόδασος. Άνθρωποι και ζώα, σμήνη πτηνών, βασιλιάδες, δέντρα που μιλούν και κογιότ μισθοφόροι, αετοί βασιλιάδες και κλαδιά που σώζουν ζωές, φυσιολάτρες φωτισμένοι και άλλοι πολίτες με ένστικτα κακούργα, ληστές, μύστες, η ακμαία ακατάβλητη φύση, νέοι και μεγαλύτεροι, επαναστάτες και διοικητές, στρατιώτες και εμπορευόμενοι και μια πανέμορφη, πανίσχυρη μάγισσα. Επίσης, παρακολουθούμε προδοσίες και απώλειες, διαπιστώνουμε συγκίνηση και ευαισθησία, πράξεις μίσους και πράξεις αυτοθυσίας, βλέπουμε την αναμενόμενη επικράτηση των αγαθών δυνάμεων του δάσους, ενόσω οι δυο σπουδαίοι ήρωες και φίλοι, η Πρου και ο Κέρτις, προσπαθούν να βάλουν μια τάξη στην καρδιά τους και να κρατήσουν την ισορροπία τους σε όλη αυτή την παραζάλη. Να αντέξουν και οι ίδιοι, βεβαίως, και να βρουν με κάθε κόστος τον μικρούλη Μακ, τον οποίο ετοιμαζόταν να θυσιάσει η σκοτεινή καλλονή και παντοδύναμη μάγισσα κυβερνήτρα Αλεξάνδρα, η γυναίκα που είχε βοηθήσει το άτεκνο κάποτε ζευγάρι να φέρει δυο παιδιά στον κόσμο.
Είχε εμφανιστεί σαν φάντασμα εμπρός τους. «Θα σας κάνω να πιάσετε παιδί, αλλά πρώτα πρέπει να συμφωνήσετε σε κάτι… Αν κάνετε ποτέ δεύτερο παιδί, το παιδί αυτό θα μου ανήκει» είχε εξηγήσει εξαρχής.
«Το βιβλίο αυτό μοιάζει με το άγριο, παράξενο δάσος που περιγράφει. Νιώθεις τον κίνδυνο και την αγωνία, νιώθεις ότι θα σου συμβούν πράγματα τόσο τρομακτικά που ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί. Όταν μπήκα, δεν ήθελα να ξαναβγώ» έγραψε για το Αγριόδασος ο συγγραφέας Λέμονι Σνίκετ.
Το ίδιο ακριβώς αισθάνθηκα κι εγώ: γλυκά και διπλά αιχμαλωτισμένη! Γοητευμένη!
Αλλά, ευτυχώς, η συναρπαστική περιπέτεια δεν τελειώνει εδώ, διότι το Αγριόδασος είναι ο πρώτος από τους τρεις τόμους του συγκλονιστικού έργου «Τα χρονικά του Αγριόδασους» του Αμερικανού συγγραφέα και μουσικού Κόλιν Μελόυ, το οποίο εικονογράφησε, ερμηνεύοντάς το μοναδικά, η σύζυγός του Κάρσον Έλλις.
Εύγε στην Αργυρώ Πιπίνη για τη μετάφραση!
Για μεγάλα παιδιά και για ενηλίκους.